τριακοντάσχοινος

τριακοντάσχοινος
-ον, Α
1. αυτός που έχει μήκος τριάντα σχοίνων
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Τριακοντάσχοινος
τόπος κοντά στον Νείλο, το βορειότατο μέρος τής Αιθιοπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + σχοῖνος (πρβλ. πεντά-σχοινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριακοντάσχοινον — τριακοντάσχοινος of thirty masc/fem acc sg τριακοντάσχοινος of thirty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”